- ενεχυρόγραφο
- το1. απόδειξη παράδοσης και παραλαβής ενέχυρου.2. (νομ.), έγγραφο που βεβαιώνει την απόθεση εμπορεύματος στις γενικές αποθήκες και που με την οπισθογράφησή του μπορεί το εμπόρευμα να ενεχυριαστεί σε τρίτο πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.